- εφηβείον
- το исправительный дом или тюрьма для малолетних преступников
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εφηβείον — ἐφηβεῑον, τὸ (Α) [έφηβος] μέρος για εκγύμναση τών εφήβων … Dictionary of Greek
ἐφηβεῖον — principal court neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφηβεῖα — ἐφηβεῖον principal court neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφήβαιο — τὸ (Α ἐφήβαιον και ἐφήβειον) η ήβη, η ηβική χώρα και το υπερκείμενο τού αιδοίου τριχωτό τμήμα τού υπογαστρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἥβη] … Dictionary of Greek